Dictionary of Greek. 2013.
φεννήσι — και φεννῆσις και φεννήσιος, ὁ, Α (αιγυπτιακή λ.) ιερέας τής Ίσιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτιακό p hn n ēse] … Dictionary of Greek
φεννησία — ἡ, Α [φεννῆσις) (αιγυπτιακή λ.) το αξίωμα που ασκούσε ο φεννῆσι* … Dictionary of Greek